εκπλειστηρίασμα

εκπλειστηρίασμα
το
1. η αξία αντικειμένου που εκποιήθηκε σε πλειστηριασμό
2. χρηματικό ποσό το οποίο καταβάλλει ο υπερθερματιστής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκπλειστηρίασμα — το, ατος η αξία του πράγματος που πουλήθηκε με πλειστηριασμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”